- μπλάβος
- -α, -ο, θηλ. και -ηβαθυγάλαζος, βαθυκύανος, μπλε σκούρος («μπλάβα μάτια, πλάνα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. blavo < μσν. λατ. blavus < αρχ. γερμ. blaw.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπλάβος — α, ο (λ. βενετ.), βαθυγάλαζος, μελανός: Το μάτι του έγινε μπλάβο από τη γροθιά που έφαγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπλαβίζω — [μπλάβος] 1. παίρνω την απόχρωση τού μπλάβου, τού βαθυκύανου 2. (φρ). «τόν μπλαβίζω στο ξύλο» δέρνω κάποιον ανηλεώς σε βαθμό ώστε να μελανιάσει … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
μπλε — ο, η, το άκλ. 1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος 2. (το ουδ.) το μπλε το κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα 3. φρ. «τόν έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τόν έκανε μπλε από το ξύλο» τόν έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό… … Dictionary of Greek